- αποστρατεύω
- -ευσα, -εύτηκα, -ευμένος1. απολύω εφεδρικές ηλικίες στρατιωτών: Η κυβέρνηση αποστράτευσε πέντε ηλικίες εφέδρων.2. βάζω αξιωματικό σε αποστρατεία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.